αρχαιοτροπος

αρχαιοτροπος
    ἀρχαιότροπος
    ἀρχαιό-τροπος
    2
    старинный
    

(ἐπιτηδεύματα Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρχαιοτροπος" в других словарях:

  • ἀρχαιότροπος — old fashioned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαιότροπος — η, ο (Α ἀρχαιότροπος, ον) ο αρχαϊκός, αυτός που ακολουθεί αρχαίους ή αρχαία υποδείγματα …   Dictionary of Greek

  • αρχαιότροπος — η, ο αρχαιόπρεπος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχαιοτρόπως — ἀρχαιότροπος old fashioned adverbial ἀρχαιότροπος old fashioned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιότροπον — ἀρχαιότροπος old fashioned masc/fem acc sg ἀρχαιότροπος old fashioned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοτρόποις — ἀρχαιότροπος old fashioned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοτρόπου — ἀρχαιότροπος old fashioned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοτρόπους — ἀρχαιότροπος old fashioned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιοτρόπῳ — ἀρχαιότροπος old fashioned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιότροπα — ἀρχαιότροπος old fashioned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»